- μαμμωνυμικός
- μαμμωνυμικός, -ή, -όν (Α)1. αυτός που έχει το όνομα τής μάμμης, τής γιαγιάς2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μαμμωνυμικόν (ενν. όνομα)το όνομα που λαμβάνεται από τη γιαγιά. Επιρρ. μαμμωνυμικῶς (Α)κατά το όνομα τής γιαγιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάμμη + -ωνυμικός (< -ώνυμος < ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα). Το -ω- τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. ομ-ώνυμος)].
Dictionary of Greek. 2013.